- συλλογιέμαι
- βλ. συλλογίζομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συλλογιέμαι — συλλογιέμαι, συλλογίστηκα, συλλογισμένος βλ. πίν. 173 Σημειώσεις: συλλογίζομαι, συλλογιέμαι : η μτχ. συλλογισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο, με την έννοια → σκεφτικός, βυθισμένος σε σκέψεις … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συλλογιέμαι — Ν βλ. συλλογίζομαι … Dictionary of Greek
συλλογίζομαι — συλλογίζομαι, συλλογίστηκα, συλλογισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. συλλογιέμαι Σημειώσεις: συλλογίζομαι, συλλογιέμαι : η μτχ. συλλογισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο, με την έννοια → σκεφτικός, βυθισμένος σε σκέψεις … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… … Dictionary of Greek
σκυλιάζω — Ν [σκύλος] 1. (μτβ.) εξερεθίζω κάποιον στο έπακρο σαν το σκυλί, τόν εξοργίζω στο έπακρο («μέ σκύλιασε με το πείσμα του») 2. (αμτβ.) κυριεύομαι από μεγάλο θυμό, εξοργίζομαι μέχρι μανίας, γίνομαι σκυλί από το κακό μου («σα συλλογιέμαι πως… … Dictionary of Greek
συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
συλλογίζομαι — και συλλογιέμαι συλλογίστηκα, συλλογισμένος 1. σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: Κάθεται και συλλογίζεται τα περασμένα. 2. λαμβάνω υπόψη μου, λογαριάζω: Δε με συλλογίστηκε καθόλου. 3. μτχ. πρκ., συλλογισμένος σκεφτικός: Κάθεται συλλογισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)